«Το φως των παιδικών μας χρόνων αυτό είναι η πατρίδα. Εγώ πατρίδα ονομάζω το σκοτάδι. Εκείνο το σινιάλο της Ηλεκτρικής που ειδοποιούσε πως θα σβήσει το φως και πρέπει ν` ανάψει η λάμπα πετρελαίου. Στα σκοτεινά, λοιπόν, άρχιζε η άλλη ζωή του έρωτα και του ονείρου. Στα σκοτεινά στενά, στα σκοτεινά σκαλάκια του Μουσείου, στους σκοτεινούς γιαλούς: τη Βίδα και τη Μεγάλη Άμμο. Στα σκοτεινά το φως είχε τη μεγαλύτερη αξία. Αυτό το φως ζητάει η Πανωραία Γαλατά σε τούτα τα ασπρόμαυρά της, φως και σκοτάδι μιας παιδικότητας -μιας ωριμότητας- που πρέπει να διατηρηθεί. Η Πανωραία Γαλατά με κίνηση τυφλού ανιχνεύει τον σκοτεινό θάλαμο της μηχανής της και ψάχνει για το φως μιας Μυκόνου που τώρα `καίει` το φιλμ το φωτογράφων λόγω των αλογόνων. Τι πείσμα αυτή η Μυκονιάτισσα να επιμένει με φιλμ υπερευαίσθητο -φιλμ της ψυχής- να αποτυπώσει στο χαρτί το κιαροσκούρο».
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]