[...] Μεθοδολογικά, αυτό που προσπάθησα να κάνω ήταν να παρακολουθήσω την ανάπτυξη και την πορεία των φιλοσοφικών ιδεών του Camus, να τις προσεγγίσω και να τις ερμηνεύσω με τρόπο που θα μπορούσαμε να τον πούμε εσωτερικό. Αυτό σημαίνει ότι δεν ερμηνεύω την πορεία αυτή από μια σκοπιά, για παράδειγμα, ιδεαλιστική ή μαρξιστική, αλλά επιχειρώ ερμηνεία σύμφωνη με τους όρους που ο ίδιος ο υπαρξιστής φιλόσοφος Camus επιβάλλει με το έργο του.
Θα έλεγα, μάλιστα, πως η ερμηνεία αυτή γίνεται σύμφωνα με τους όρους που επιβάλλει η γλώσσα, που επιβάλλει το ίδιο το έργο. Το έργο αυτό περιλαμβάνει ορισμένους όρους της υπαρξιστικής φιλοσοφίας οι οποίοι δείχνουν τη σχέση του με αυτήν, αλλά και, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούνται, τις διαφοροποιήσεις του από αυτή.
Από την πλευρά μου, εκείνη του ερευνητή, επειδή είχα την ανάγκη ορισμένων σταθερών εργαλείων (τα οποία ο ίδιος δεν είχε), προσπάθησα να τηρήσω μια στάση ορθολογική, βάσει της οποίας επιχείρησα να κατανοήσω μέρη της φιλοσοφίας του που αποσκοπούσαν στην αναίρεση αυτού ακριβώς του ορθολογικού στοιχείου. Παρ` ότι αυτό δίνει την εντύπωση παρέκκλισης από την εσωτερική ερμηνεία στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Και τούτο, γιατί είναι σαφές ότι ο Camus κάνει την επίθεσή του στον ορθολογισμό με όπλα που προέρχονται από τον ορθολογισμό.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τα μέρη εκείνα όπου, προτείνοντας ο Camus ορισμένες ιδέες που θα γέμιζαν το κενό που δημιουργούσε η περιστολή του ορθολογισμού, κατέληξε στην πρόταση αυτού που εγώ ονόμασα μυθικό, και που εξηγώντας τον τίτλο του βιβλίου αυτού, δικαιολογεί ταυτόχρονα και την ερευνητική συνεισφορά μου στις μελέτες πάνω στο έργο του. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]