Η Μάρω πηγαίνει να μείνει στο σπίτι της εξαδέλφης της Δανάης. Το περιμένει με ανυπομονησία αλλά φοβάται λίγο. Φοβάται το σκοτάδι. Θα πρέπει να κοιμηθεί μόνη της σε ένα άγνωστο δωμάτιο και ανησυχεί μήπως διάφορα φαντάσματα και τέρατα εμφανιστούν το βράδυ. Δεν τολμά να το πει στην εξαδέλφη της γιατί αυτή δε φοβάται τίποτα. Τουλάχιστον έτσι λέει όταν. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]