Συχνά, το χάραμα, είδα κι ήταν ρόδινος
ο ουρανός προς την ανατολή -
κι όλος ο άλλος έλαμπε αστροστόλιστος.
Κι έπειτα, μες στις άχνες, με θαμπή
όψη έβγαινε ό ήλιος - και μπορούσε
το μάτι να τον βλέπει για πολύ.
`Ετσι, μες στ` άνθη, που ψηλά σκορπούσε
η θεία πομπή και πέφταν απαλά
στο άρμα κι έξω απ` το άρμα, προχωρούσε
Κάποια με λευκό πέπλο κι από ελιά
στεφάνι κι έναν πράσινο μανδύα
και φόρεμα σαν ζωντανή φωτιά.
Κι ο νους μου, που ετούτη η παρουσία
τον έκανε να τρέμει από παλιά,
και μόλις κι άντεξε την τρικυμία,
τώρα, δίχως βοήθεια πια καμιά
από τα μάτια, νιώθει την απόκρυφη
έλξη - και πιο βαθιά ξαναγαπά.
(Dante, "La divina commedia", Purgatorio XXX, 22-39)