Νενικήκαμεν
Όραμα μεγάλο πάνω απ’ τους δρόμους, σα φύλλα του
φθινοπώρου σκόρπιζαν οι ζητωκραυγές.
Η πόλη είχε χαθεί κάτω απ’ τα φώτα, τις σημαίες, τη
βουή. Γιορτάζαμε τη νίκη.
Όμως την ίδια ώρα κάποιος σηκώνεται μες στο σιωπηλό
σπίτι, δεν ανάβει φως, ντύνεται και κάθεται στο
σκοτάδι.
Κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει.