Στα τέλη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και υπό την επήρεια του σοκ που αυτός προκάλεσε στη διεθνή και ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, επικράτησε η άποψη ότι οι ανεξέλεγκτες κούρσες εξοπλισμών (όπως αυτή που είχε προηγηθεί του 1914) αποτελούν βασικό αίτιο των πολεμικών συγκρούσεων. Προκειμένου να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο επανάληψης μιας νέας παγκόσμιας σύρραξης, η διεθνής κοινότητα στράφηκε στη λύση του αφοπλισμού. Προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση κινήθηκε και η Κοινωνία των Εθνών, οικουμενικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1919-20 με σκοπό την παγίωση της διεθνούς ειρήνης. Η αποτυχία της, όμως, να προχωρήσει στην οργάνωση του διεθνούς αφοπλισμού και να αποτρέψει τον επανεξοπλισμό της ναζιστικής Γερμανίας διευκόλυνε, τελικά, την πορεία προς τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Φιλοδοξώντας να συμβάλει στην κατανόηση μιας πτυχής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης, το παρόν βιβλίο αναλύει τη στάση της Ελλάδος έναντι των προσπαθειών που κατέβαλε η Κοινωνία των Εθνών με σκοπό τον έλεγχο και τον περιορισμό των εξοπλισμών όλων των κρατών. Στο πλαίσιο αυτό, αναλύονται οι παράγοντες που καθόρισαν την ελληνική πολιτική έναντι των πρωτοβουλιών που ανέλαβε ο διεθνής οργανισμός από την ίδρυσή του έως και την κατάρρευση της διάσκεψης του Αφοπλισμού, το 1934: `βαθύτερες δυνάμεις`, ρόλος της προσωπικότητας, διεθνείς και περιφερειακοί συσχετισμοί ισχύος.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]