Όταν πρωτοδιάβασα στη Βαβυλωνία μια στήλη με τίτλο `Μια κουβέντα με...`, το χαμόγελο συνδυάστηκε με την έκπληξη. Ήταν η έκπληξη μιας ανατροπής σε έντυπα που το έχουν τόσο ανάγκη. Ο Φρόιντ, ο Μαρξ, η Σέξτον, ο Ρεμπώ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Μπέκετ, μερικές μολότοφ, ένα καλάσνικωφ, ο Μπιν Λάντεν, ο Καστοριάδης, ο Καμύ, ο Καβάφης, ο Καββαδίας, η Ντίκινσον, ο Βαν Γκογκ, ο Αϊνστάιν, ο Νίτσε, όλα αυτά τα πρόσωπα μέσα από μια συζήτηση περνάν τα όρια του χρόνου για να μας δώσουν μια στιγμή. Σελίδες όμορφα δοσμένες με πάθος, ένας πραγματικά έντονος και ζωντανός διάλογος. Έχεις συχνά την αίσθηση ότι ο λόγος είναι ραδιοφωνικός και αντί να αφαιρεί προσθέτει, ένας λόγος ρέων που ξενίζει με μια αμεσότητα που την έχεις εσύ ο ίδιος ανάγκη. Οι πρόλογοι, πριν τις συνεντεύξεις, είναι μέρος ενός ταξιδιού σε στιγμές, τοπία, περιοχές, μια ταξιδιωτική οδηγία σε έναν πειραγμένο χωροχρόνο.
Ο συγγραφέας, με βάση μια εν πολλοίς αυθαίρετη διάταξη προσώπων, διαρρηγνύει κάθε αίσθηση χρόνου και ενότητας, καθιστώντας το σύνολο των στιγμών μια απέραντη ενότητα του τώρα. Αυτή η αίσθηση επιτρέπει στο κείμενο να ξεφεύγει από συμβατότητες και να οδηγείται, εύκολα, σε μια πληθώρα ερμηνειών που απελευθερώνει και τον αναγνώστη. Μερικές φορές στέκεσαι με μια δόση αμηχανίας απέναντι στην βέβηλη συνθήκη του γέλιου, ενός γέλιου που ο Κουφόπουλος βγάζει μέσα από διάλογους που αποδομούν, αλλά και εκθειάζουν πρόσωπα, καταστάσεις, ιδεολογίες, διατάξεις και ροές. Όμως ακριβώς αυτό το γέλιο που παράγει η ανάγνωση αβίαστα είναι που υπονομεύει όλες τις οικειότητες της σκέψης, που ταράζει τις τακτοποιημένες επιφάνειες σε όλα τα επίπεδα. Όταν μάλιστα αυτές οι δικλίδες που σωφρονίζουν τους ορισμούς μας για τη ζωή καταρρίπτονται, το κείμενο παράγει αναστοχασμό. Δεν περίμενα να βρω τον αναστοχασμό σε αυτά τα διάσπαρτα κεφάλαια, αλλά δεν μπόρεσα και να τον αρνηθώ. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]