ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΦΟΒΙΣΜΕΝΟ
Το μυαλό μου φοβισμένο νυχτοπούλι
γυρίζει πέτρα την πέτρα
να ξεφύγει το πέπλο του ονείρου
από θανάτου ες θάνατον.
Κι επειδή τα `χεις λίγο χαμένα,
κι επειδή σε κυριεύει η μοναξιά,
κι επειδή μπαρκάρεις, και με κίτρινα όνειρα,
λοιπόν, ανάγκη τα λόγια και τα έργα
να `ναι φωτιά στη ρίζα της αιτίας
(να `χουν αγάπη - και δίψα για ζωή;)
Βλέπω τ` αδέλφια μου βουτηγμένα στην καταφρόνια
πλάι σε στολισμένες παγοκολόνες που τα τρελαίνουν
πιθηκάκια και πικρές μαϊμούδες πνιγμένες στο κλάμα.
Με ξένο προσωπείο κι ανύπαρκτο σώμα ο λαός μου,
ο λαός μου, περιμένει
Η νύχτα παγιδεύει τα δαφνόφυλλα
κι ο γκρίζος καβαλάρης τη σάρκα μου σπαράζει.
Νιώθω το δόντι του αργυρό και τ` άσπρο χαλινάρι.
Χρόνια νεκρά διαστέλλομαι στο μέταλλο του ονείρου-
κάτω από τη γλώσσα κρύβοντας το ματωμένο σπόρο.