Ο Αλέξιος και η Θεανώ κοιτάχτηκαν και τα ερωτήματα στριμώχθηκαν πίσω από τα χείλη τους. Κατάπιαν τα λόγια τους. Η σκοτεινή νύχτα, τους έφερνε στο κατώφλι μιας ζωής δίχως αύριο. Κοιτιόντουσαν αχόρταγα. Έτρεμαν τα χέρια τους. Δεν είχαν που να πιαστούν.
Ο Αλέξιος άνοιξε το παράθυρο. "Χρειαζόμαστε καιρό για να ζήσουμε και δεν έχουμε!" βόγκηξε και ο άνεμος σκόρπισε τα λόγια του στην ερημιά, εκεί που σερνότανε το ανθρωπομάνι ανυπόμονο να ριχτεί στα τείχη της Θεοφύλακτης...
Μαύροι καπνοί απλώνονταν πάνω στο ματωμένο Βόσπορο και έκρυβαν τη βιβλική εικόνα. Λίγα χριστιανικά πολεμικά, παγιδευμένα μέσα σ εκείνη την υγρή αρένα, περιγελούσαν ακόμα το στόλο του Μωάμεθ. Φούσκωσε το στήθος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. «Τελικά θα πέσει στα γόνατα μπροστά στο δίκιο μας ο Τούρκος. Μπορεί να έχει τη δύναμη να μας αφανίσει, αλλά σ αυτό τον πόλεμο το στεφάνι θα είναι δικό μας...»