Αυτός ο απλός λαός, που λάτρευε το Βασιλιά του, απλωνόταν τώρα σα θάλασσα κυματιστή στους χώρους της μεσαίας και κατώτερης τάξης, με ρούχα ελαφρά και φτωχικά, που πρόδιναν την ταπεινή καταγωγή του. Ο Αυτοκράτορας σταμάτησε αργά το άλογό του μπροστά στους απλούς ανθρώπους και, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση, ύψωσε το χέρι με το σήμα της νίκης, ενώ ο κόσμος ξεσπούσε σε ουρανομήκεις ζητωκραυγές βαφτίζοντάς τον ξανά και ξανά «Βουλγαροκτόνο». Ένα ελαφρύ τρεμούλιασμα πέρασε απ` την καρδιά του Βασίλειου ακούγοντας τις επευφημίες και τους ύμνους του. Με μάτια δακρυσμένα, χτύπησε το πλευρό του ζώου και επέστρεψε στη θέση του. Η πομπή ξεκίνησε, πάλι, με κατεύθυνση το Ναό της Αγίας Σοφίας κι ύστερα τα βασιλικά ανάκτορα. . . Οι ιαχές στους δρόμους εξακολουθούσαν να αντηχούν ασταμάτητα. - Βουλγαροκτόνε. . . ε. . . ε! Βουλγαροκτόνε. . . ε. . . ε!
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]