Η Μαντάμ Ροζ δεν υπήρξε ίσως ποτέ αυτό που θα αποκαλούσε κανείς πραγματική καλλονή, αλλά είχε - και συνεχίζει ακόμη να το έχει σε μια πολύ προχωρημένη ηλικία - αυτό το κάτι που τραβάει τους άντρες περισσότερο από την ομορφιά: πνεύμα και σπιρτάδα, απόλυτη ελευθερία στις σχέσεις μαζί τους και εξ’ ίσου απόλυτη ελευθερία στον τρόπο που μιλάει. Οι αναμνήσεις της αντικατοπτρίζουν ολόκληρο τον εικοστό αιώνα, ακόμη αν και μερικές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς την αλήθεια μέσα απ’ τα όσα αναπλάθει η μνήμη της Μαντάμ Ροζ. Αποτραβηγμένη από τον κόσμο μέσα στη χρυσωμένη θαλπωρή του σπιτιού της, βρίσκει στο πρόσωπο ενός μακρινού και νεαρού συγγενή, τον οποίο αποκαλεί «εξάδελφο Γκαστόν», έναν συνομιλητή υπομονετικό αλλά και αυθάδη, μερικές φορές. Ο Γκαστόν έχει παραχωρήσει στον εαυτό του μια ολόκληρη χρονιά αργίας, προτού μπει και αυτός στο σύστημα από το οποίο τελικά λίγοι κατορθώνουν να ξεφύγουν. Τα απογεύματα, τα περνά με τη συντροφιά της Μαντάμ Ροζ, μαθαίνοντας όλα όσα τα πανεπιστήμια παρέλειψαν να διδάξουν: ότι η επιπολαιότητα είναι τέχνη, ο έρωτας είναι κάτι σαν το κρυφτό, η προσποίηση ένα παιχνίδι στο οποίο επί το πλείστον οι γυναίκες κερδίζουν. Έχει φτάσει η στιγμή για τον Γκαστόν να περάσει στην πράξη, θέτοντας σε εφαρμογή τα μαθήματα της Μαντάμ Ροζ, στην οποία δεν απομένει πια παρά να αποσυρθεί, μαζί με τον εικοστό αιώνα, του οποίου η ίδια αποτελεί πλέον την ενσάρκωση, έχοντας ζήσει τις σημαντικότερες στιγμές του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]