Η γιαγιά παίρνει το χέρι μιας άγνωστης. - αυτή είναι η μητέρα σου, μου λέει. Δεν την έχω ξαναδεί. Έχει ένα περίεργο βλέμμα. Καυτό και φευγάτο. «Αλληθωρίζει ψυχικά», σκέφτομαι. - Ποια είσαι; Τη ρωτάω. Ποια είσαι; Έχω ιδρώσει, έχω πυρετό, τρέμω ολόκληρη, θα πεθάνω. - Πάμε να παίξουμε με τις κούκλες σου; Την παίρνω απ` το χέρι. - Πάμε. Της δείχνω τις κούκλες μου. - Όλες τις λένε μαμά. Εσύ ποια είσαι;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]