`Θα ήθελες να γράψω τη βιογραφία σου;` `Όχι, βέβαια. Ποια είμαι; Η Κοκό Σανέλ;`, απάντησε αυθόρμητα εκείνο το απόγευμα του Δεκέμβρη του 2009 στο ατελιέ της. Επέμεινα, φυσικά, της εξήγησα ότι δεν είχα στον νου μου κάποιο μυθιστόρημα, αλλά την ιστορία, τις γνώσεις και τα συναισθήματα μιας γυναίκας που έχει κάνει στην Ελλάδα ό,τι σπουδαιότερο θα μπορούσε να συμβεί στον χώρο της μόδας. Θα μιλούσε και θα κατέγραφα σε πρώτο πρόσωπο, θα έβρισκα ανθρώπους να μιλήσουν για εκείνη αλλά και για τη μόδα -με κεφάλαια της ιστορίας της ελληνικής μόδας να περνούν από μπροστά μας-, θα μαζεύαμε το καλύτερο φωτογραφικό υλικό και θα δημιουργούσαμε ένα λεύκωμα. Στάθηκε αμήχανη, ντροπαλή... Με μια ταπεινότητα που δεν περίμενα. Κουλουριάστηκε στη γνωστή εσωστρέφεια της για να το σκεφτεί. Τελικά, συμφώνησε. Για μεγάλη μου τύχη, συμφώνησε και ο Πάπυρος, ένας σημαντικός εκδοτικός οίκος με υψηλή αισθητική, όπως και το αντικείμενο μας. Στα δύο χρόνια που πέρασαν από τότε, έζησα όλα όσα ονειρευόμουν στα πολλά χρόνια δημοσιογραφίας με κεντρικό αντικείμενο αφενός τη μόδα και αφετέρου τις συνεντεύξεις. Το δικό μου όνειρο ήταν πάντα να καταγράφω τις επιρροές και τις συνδέσεις της μόδας με όλους τους χώρους της τέχνης από τη μια, και, από την άλλη, τις ιστορίες ανθρώπων που συναντούσα. Η συνέντευξη, κατά τη γνώμη μου, είναι η ψυχή του δημοσιογράφου, το ρεπορτάζ είναι το μυαλό του. Θαυμάζω τους μεγάλους ρεπόρτερ γιατί συνδυάζουν και τα δύο. Έτσι, η δυνατότητα να καταγράψω τη ζωή και το έργο ενός ανθρώπου ερευνώντας όλες τις πτυχές του αντικειμένου που πραγματεύεται έμοιαζε αληθινός στόχος ζωής. Με ψυχή. [. . .]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]