Η "Λαγνεία" της Ελφρίντε Γέλινεκ, μια αδρή και αθυρόστομη αντιπορνογραφία, έγινε ήδη bestseller. Μια τέτοια γλωσσική και διανοητική πρόκληση για τους αναγνώστες δεν έχει το όμοιό της στη σημερινή γερμανόφωνη λογοτεχνία.
(Wolfram Schutte, "Frankfurter Rundscbau")
Η "Λαγνεία" πρέπει να τοποθετηθεί ανάμεσα στα κορυφαία έργα τής σημερινής γερμανόφωνης λογοτεχνίας.... Αυτό που ερεθίζει είναι η ανελέητη προσβολή κάθε κοσμιότητας, καθώς η συγγραφέας υιοθετεί τη γλώσσα της τυφλής ασέλγειας και αποφασιστικότητα της δίνει κωμικές και γκροτέσκες διαστάσεις. Ο πλούτος της σεξουαλικής γλώσσας, ενός ορισμένου τρόπου ομιλίας για τη σεξουαλικότητα ανανεώνεται συνεχώς χωρίς επαναλήψεις, ένα δεξιοτεχνικό, αποκαλυπτικό παιχνίδι υπαινιγμών χωρίς δισταγμούς.
(Jorg Drews, "Suddeutscbe Zeitung")
Ο τόπος, μια μικρή επαρχιακή πόλη στις Αυστριακές Άλπεις, κοντά σ` ένα παραθεριστικό κέντρο. Τα πρόσωπα, μια ώριμη γυναίκα, ο άντρας της, διευθυντής του τοπικού εργοστασίου χαρτοποιίας, και το μοναδικό τους παιδί. Γύρω τους οι κάτοικοι της μικρής πόλης, θαμπές φιγούρες πίσω από τα θολά τζάμια, εργάτες στο τοπικό εργοστάσιο οι περισσότεροι, αλλιώς άνεργοι. Λίγο παραπέρα, μα και πανταχού παρούσες, οι ορδές των χειμερινών παραθεριστών, οι αθλητές του χιονιού. Ο άντρας θεωρεί τη γυναίκα ιδιοκτησία του, όπως και το σπίτι του, η γυναίκα δίνεται σε αυτόν τον άντρα τον νόμιμο σύζυγό της ωστόσο αισθάνεται κενή. Στη γωνία παραμονεύει ο απαραίτητος τρίτος, ο νεαρός εραστής, κι έτσι η περιπέτεια αρχίζει. Πρόκειται όμως πραγματικά για περιπέτεια; Και αν ναι, για τι είδους περιπέτεια;
Με αυτά τα ελάχιστα δραματουργικά δεδομένα η Γέλινεκ ξεκινάει την καταιγιστική αφήγησή της και από τις πρώτες κιόλας φράσεις εισάγει τον αναγνώστη σ` έναν κόσμο όπου όλα μοιάζουν να έχουν γυρίσει ανάποδα. Διαβάζοντας ωστόσο προσεκτικότερα διαπιστώνει κανείς ότι αυτή η αίσθηση εκχέρσωσης των πάντων δεν προκύπτει από μια αφηρημένη ποιητικίζουσα διάθεση αλλά, ακριβώς το αντίθετο, από το αίτημα της απόλυτης κυριολεξίας, από την επιθυμία να φανερωθεί, να ειπωθεί η ίδια η ζωή. Η συγγραφέας αποφεύγει τις περιγραφές των προσώπων, των τόπων ή των συναισθηματικών καταστάσεων πασχίζοντας να βρει απευθείας τον στόχο, να βρει τις λέξεις που θα εκφράσουν τα ίδια τα πράγματα, την ελάχιστη διαμεσολάβηση της γλώσσας. Η Γέλινεκ δεν περιγράφει αλλά γράφει, και ως εκ τούτου το κείμενό της ανθίσταται στην περιγραφή του, δεν περιγράφεται.
Και όμως η αφήγηση τρέχει. Η γυναίκα φτάνει σ` ένα μεταίχμιο, θέλει να ξεφύγει, αλλά δεν ξέρει ακριβώς από ποιον ή από τι. Παίρνει τους δρόμους και χάνεται στο χιονισμένο βουνό, όπου και συναντά τον νεαρό εραστή, πολλά υποσχόμενο φοιτητή της νομικής. Η γυναίκα αφήνεται, δίνεται και πάλι, ωστόσο αυτό που της επιστρέφεται δεν θα είναι ούτε τούτη τη φορά το προσδοκώμενο. Η γυναίκα γυρίζει πάλι σπίτι, όπου ο άντρας και το παιδί την περιμένουν, την απαιτούν. Ο κύκλος της συζυγικής ζωής συνεχίζεται, απαράλλακτος, βίαιος, παγωμένος, ο άντρας και σύζυγος θέλει να κατέχει, να χρησιμοποιεί αυτό για το οποίο πληρώνει ακριβά. Το παιδί ζητάει διαρκώς, είναι ο μονάκριβος γιος του διευθυντή, αισθάνεται ότι όλα του ανήκουν. Η ώριμη γυναίκα θα αποπειραθεί εκ νέου να ξεφύγει, να ξαναβρεί τον νεαρό εραστή, όμως τούτη τη φορά θα χαθεί ακόμη πιο πολύ, θα ταπεινωθεί, θα βιαστεί και θα εξευτελιστεί. Σύρεται πίσω στο σπίτι όπου και καταφεύγει στην οριακή, ύστατη πράξη, την έκπληξη του τέλους.
Η Γέλινεκ ασελγεί πάνω στα θεμέλια της σύγχρονης οικογένειας, της σεξουαλικότητας και της εργασίας, σαρώνοντας ταυτόχρονα όλα αυτά τα πεδία με γλώσσα κοφτερή και σαρκαστική. Ιδιοκτησία, χρήμα, εξουσία, άντρας, γυναίκα, σεξ, φανερώνονται το ένα μέσα από το άλλο σαν σε μια ατελείωτη ρωσική κούκλα. Με κάθε φράση της συσχετίζει και συνενώνει ένα ευρύτατο πεδίο νοημάτων και συναισθημάτων, υφαίνοντας ένα κείμενο το οποίο από όπου και να προσεγγίσεις ακτινοβολεί τη σοφία της δημιουργού του, τη διαπεραστική γυναικεία ματιά της.
Μου μοιάζει ότι σπάνια ένας συγγραφέας κατόρθωσε να μιλήσει για τις σχέσεις των δύο φύλων με τόση τόλμη, οξυδέρκεια και θράσος. Μου μοιάζει επίσης ότι ακόμη πιο σπάνια μια γυναίκα επέτρεψε στον εαυτό της να μιλήσει για τη γυναίκα τη σύζυγο, την ερωμένη, τη μάνα με τόσο βάθος, ασέβεια και αγάπη μαζί. Η "Λαγνεία" της Γέλινεκ είναι ένα βλάσφημο αριστούργημα, ένα πραγματικό εκδοτικό γεγονός, στο οποίο, μακριά από τις νουθεσίες των απανταχού περιοδικών ποικίλης ανακουφιστικής ύλης και της γλυκερής ρομαντζάδας, οι σύγχρονες γυναίκες θα μπορούσαν, αν το ήθελαν, να βρουν το δικό τους μανιφέστο.
(Κώστας Κατσουλάρης, κριτικό σημείωμα στην εφημερίδα "Το Βήμα", 14-8-1999)