«Δεν έχω ξαναφιλήσει αγόρι». «Ούτε κι εγώ. Πεθαίνω όμως για τα χείλη σου. . .». Παραδοθήκαμε ο ένας στη γεύση του άλλου. Ξαπλώσαμε στην ακροθαλασσιά γυμνοί, μπερδεύοντας τα κορμιά μας σ’ ένα άλυτο σύμπλεγμα και μείναμε ακίνητοι. Οι σκέψεις μπερδεύτηκαν με τις ανάσες που ανέδιδαν αρμύρα και ιώδιο, και τότε άρχισε να περνάει καρέ καρέ μπροστά από τα μάτια μου η ζωή μου. Ένα φτωχό σπιτικό στα Χανιά. Μια μάνα παραιτημένη στη μοίρα της κι ένας αυταρχικός πατέρας που φοβάται μήπως ο γιος του δεν είναι αρκετά «αρρενωπός». Μια ξαφνική αχτίδα στο σκοτάδι. Η επίσκεψη της διάσημης θείας, της ηθοποιού Ντο Ναρ. Με παρασύρει στο μαγικό κόσμο του θεάματος, μου προσφέρει ένα μικρό ρόλο στην ταινία της και ρίχνει φως στα πιο απόκρυφα μονοπάτια της ψυχής μου. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]