Οι χειραψίες με πονούν·
πεντάκορμα φανοστατούν τα δάχτυλα
και πάνω στα ροκανίδια του ίσκιου τους
μια ύαινα τον ύπνο της χαίρει, χορτάτη
της παράκλησης, ψοφίμι και η ίδια.
Σπόρος δεν πέφτει να ταΐσω όσα πτερόεντα
νανούρισμα στα δόντια της έψαλλαν.
Στις τσέπες θυμάμαι, πουλιά
με ξύλινη φωνή· πληρώσαμε τον άνεμο με δαύτα.
Μας επεστράφη η ηχώ της παραγνώρισης.
Ρέστα θροΐσματα κι η πλάνη εν τη παλάμη:
Το δέντρο κελαηδούσε στο πριόνι του.
Μήτε χρησμός μήτε αχός μήτε ικεσία.
[...]
Ο πρωτοεμφανιζόμενος Ιωάννης Ζερβός ορίζει, ήδη από το πρώτο του βιβλίο, με απόλυτη σαφήνεια και απρόσμενη ωριμότητα τα εκτενή όρια της ποιητικής του. Έχοντας αφομοιώσει την παράδοση της σύγχρονης μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ποίησης, και χωρίς να απαρνείται τις γηγενείς λογοτεχνικές του καταβολές, μας δίνει μία περίπλοκη, πολυφωνική σύνθεση, που κινείται από μία κρυστάλλινη αποστασιοποίηση έως τον έντονο λυρισμό· βλέπει κανείς, από ποίημα σε ποίημα, ύφος και ρυθμό να εναλλάσσονται, πότε οξυνόμενα και επιταχυνόμενα, πότε χαμηλόφωνα και αργά, χωρίς ποτέ όμως να χάνεται ο ενιαίος χαρακτήρας του βιβλίου. Η "Κρίσιμη μάζα" αρθρώνει ένα λόγο πλήρη: "Με τα χέρια θα μιλάμε στο εξής,/ ξηλώνοντας τις γλώσσες των πουλιών/ και πλέκοντας μ` αυτές γαϊτάνι λάλον· [...)"