Ήτανε στον Εμφύλιο. Η οικογένεια είχε δύο γιους. Ο ένας αδερφός, μαζί με άλλους τρεις συντρόφους του, σκοτώθηκαν. Τους είχαν σκοτώσει ομάδες παρακρατικών. Και η Αρχή του χωριού να `ταν, είχαν απαγορεύσει να πάνε γυναίκες να πλύνουν τους νεκρούς, να τους πλύνουν με κρασί και νερό, όπως γίνεται από παλιά, να τους ντύσουν με καθαρά ρούχα. Και δεν τολμούσε κανένας να πλησιάσει το μέρος της θυσίας. Κι ο αδερφός του σκοτωμένου, μην αντέχοντας στον πόνο, πήγε, τους πήρε και τους τέσσερις, και τους ξάπλωσε στην αυλή του σπιτιού. Το σπίτι είχε ψηλό τοίχο, ξύλινη πόρτα με σταυρωτά δοκάρια από μέσα και μια μεγάλη μπάρα. Σαν καστρόπορτα. Τους έβαλαν στο πλακόστρωτο, τους πλύνανε οι γυναίκες, τους άλλαξαν, τους έβαλαν ρούχα καθαρά. Δεν ήθελαν η οικογένεια να δώσουν στόχο με κλάματα. . . με μοιρολόγια. . . Πήγαν και φέραν όργανα, τον Χαλκιά φέραν, και διέταξε ο αδερφός του σκοτωμένου να φέρουν και ρακί, και κέρασαν τον κόσμο που στέκονταν όρθιοι γύρω απ` τους νεκρούς. Τους κέρασαν όλους μ` ένα ποτηράκι ρακί, κι έπαιξε ο κλαριντζής ένα μοιρολόγι αρβανίτικο, που σάμπως να μην είχε τέλος. . . Ρωτάω τον άνθρωπο δίπλα μου: «Πώς ήταν το μοιρολόγι;». Λέει: «Τι να σου πω! Ταράχτηκαν τα κουφάρια. . .». Το σπίτι κείνο ήταν κλειστό. (Απόσπασμα από την αφήγηση του Αλέξανδρου Ζούκα, Τι να σου πω;)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]