Ως "θολό τοπίο" θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σήμερα η Κοινωνική Οικονομία. Ως όρος δεν έχει ακόμη εμπεδωθεί στη συνείδηση των πολιτών όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και πολλών άλλων χωρών. Το περιεχόμενο της δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί με σαφήνεια από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και η σημασία της βρίσκεται υπό διερεύνηση, μαζί με τις μεθόδους αποτίμησής της. Το σημείο στο οποίο υπάρχει σύγκλιση είναι ότι οι φορείς που υπάγονται στην Κοινωνική Οικονομία δεν είναι φορείς του δημοσίου ούτε επιχειρήσεις κεφαλαίου, που δραστηριοποιούνται με σκοπό την απόληψη κέρδους το οποίο αποδίδεται στους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου. Είναι συλλογικές προσπάθειες ατόμων που συγκροτούνται εθελοντικά, με ποικιλία στόχων, οι οποίοι έχουν αποκλειστικά ή κατά ένα μέρος τη διάσταση του κοινωνικού οφέλους.
Το παρόν εγχειρίδιο αποτελεί μια πρώτη προσέγγιση του θέματος της Κοινωνικής Οικονομίας. Η προσέγγιση αυτή είναι χρήσιμη για την οριοθέτηση και ανάλυση του περιεχομένου της σε σύγκριση με παρεμφερείς έννοιες και φορείς, όπως Κοινωνία των πολιτών, Μη κερδοσκοπικός τομέας, Εθελοντικός τομέας, Μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, Φιλανθρωπικές οργανώσεις, Κοινωνικές επιχειρήσεις κ.λπ. Επιπλέον, παρέχεται η ευκαιρία διαπίστωσης της ύπαρξης μεικτών, υβριδικών μορφών, που προέρχονται από συνεργασία ιδιωτικών ή δημόσιων φορέων με φορείς της Κοινωνικής Οικονομίας.
Η άποψη που υιοθετείται από τους συγγραφείς για το περιεχόμενο της Κοινωνικής Οικονομίας είναι η αποδεκτή από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με την οποία σε αυτή υπάγονται οι συνεταιρισμοί, οι αλληλασφαλιστικοί φορείς, τα σωματεία και τα ιδρύματα. Δε θα ήταν δυνατόν, όμως, να μη θιγούν και θέματα όπως η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη και το Οικουμενικό Σύμφωνο, μέσω των οποίων ιδιωτικές επιχειρήσεις και άλλοι ευρέος φάσματος φορείς προβάλλουν το κοινωνικό τους πρόσωπο, επιτυχώς ή όχι.