Το σύγχρονο μοντέλο οργάνωσης των υπό απελευθέρωση κοινωφελών υπηρεσιών αποτυπώνει μια κρίσιμη εξέλιξη του κρατικού και του δικαιικού φαινομένου.
Οι παραδοσιακοί κανόνες του δημοσίου οικονομικού δικαίου και η εκτός αγοράς οργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών, αντικαθίστανται από ένα σύστημα «αγορακεντρικής ρύθμισης» των δραστηριοτήτων κοινής ωφέλειας, το οποίο συναρτάται με τη νομική αναβάθμιση του θεσμού της αγοράς.
Η «αγορακεντρική» ρύθμιση ως μέθοδος και δημόσια δράση, σε αντιπαράθεση προς τον «αγοραφοβικό» κρατισμό, αναδεικνύει τη μετάβαση από τη σαφή διάκριση μεταξύ κράτους και κοινωνίας σε πιο σύνθετα σχήματα, στα οποία ο διαχωρισμός της ιδιωτικής από τη δημόσια σφαίρα είναι από δυσχερής έως αδύνατος.
Παρότι συρρικνώνει το μέγεθος και τα αντικείμενα του κράτους, η «αγορακεντρική» δημόσια ρύθμιση δεν συνεπάγεται τον ευτελισμό της κοινωνικής προστασίας ούτε απαλλάσσει τους φορείς δημόσιας εξουσίας από το καθήκον να εγγυώνται την προστασία αυτή. Εξάλλου, η ανάμιξη του κράτους-ρυθμιστή στην οικονομία δεν μειώνεται σε όλες τις περιπτώσεις.
Δεν επέρχεται το τέλος του κράτους, αλλά η αλλαγή του τέλους του, δηλαδή του σκοπού του. Εμφανίζεται ένα νέο δημόσιο δίκαιο το οποίο αποσυναρτάται από το κράτος διότι παράγεται εν μέρει έξω από αυτό και διότι εφαρμόζεται στις οριζόντιες έννομες σχέσεις. Πρόκειται για ένα διεθνοποιημένο και ιδιωτικοποιημένο δημόσιο οικονομικό δίκαιο, ως βάση του οποίου τίθεται η θεμελιώδης αρχή σεβασμού του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Η σύζευξη αγοράς και κοινής ωφέλειας, όπως την επιτάσσει μια, ιδεολογικά ουδέτερη, οικονομική ανάλυση του δικαίου, ανοίξει επομένως νέες προοπτικές στο δημόσιο δίκαιο.