Ένα βράδυ με καταιγίδα, μια καταιγίδα, μια κουκουβάγια μπήκε στην αυλή του αγροκτήματος. Κρύωνε, είχε χαθεί και δεν είχε που αλλού να πάει! Έτσι, τρύπωσε σε ένα υπόστεγο και αποκοιμήθηκε αμέσως. Το πρωί ξύπνησε από μια δαγκωνιά και μια τσιμπιά. Ύστερα άκουσε κακαρίσματα. Βρισκόταν σε ένα κοτέτσι. . . δεν ήξερε όμως ότι οι κότες χρειάζονται κόκορα, όχι κουκουβάγια!
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]