Σ` ευχαριστώ που μ` εξενάγησες, τόσο φιλότιμα και ευχάριστα και υπεύθυνα, στην Καππαδοκία μας. Αξία δεν έχει το ιδιοκτησιακό «ανήκειν». Αξία έχει το υποκειμενικό «ανήκειν». Δεν με νοιάζει να μου ανήκει η Καππαδοκία, η Μικρά Ασία, ο Πόντος. Εγώ θέλω να ανήκω εκεί. Στον τόπο όπου οι Καππαδόκες Πατέρες μας έζησαν, εδίδαξαν, εμαρτύρησαν, αγίασαν. Ως άνθρωποι (της θέωσης) έζησαν. Όχι ως ασώματα πνεύματα. Έτσι τους ενσωματώσαμε εμείς οι άσημοι στον μικρόκοσμό μας. Έτσι υπήχθημεν στον μεγάκοσμό τους. Στον τόπο όπου άνθισε ο Ελληνισμός, ο Χριστιανικός, ο Βυζαντινός και Μεταβυζαντινός Ελληνισμός. Και ο Ελληνισμός της cohabitation (με τον Τούρκο και με τους άλλους). Εκεί μ` εξενάγησες με τόση ευγένεια και αγάπη (και προς τον τόπο και προς τον αναγνώστη, δηλαδή εμένα τον νοερό επισκέπτη), ώστε τώρα μπορώ να πω: «Πήγα, έχω πάει και `γώ εκεί, στην Καππαδοκία». Στον τόπο του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου Νανζιανζηνού, του Αη-Γιάννη του Ρώσου, αλλά και του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα του δικού μας ιππότη, που περπατούσε μόνος, «`κει που συν-δυό, συν-τρεις δεν περπατούν, παρά πενήντα κι εκατό, και πάλι φόβον έχουν...». Μπορώ να πω έτσι, χάρη στην ξενάγησή σου, Βασίλη μας. Σημειώνω ακόμη ότι διακρίναμε (όλοι οι αναγνώστες σου) την σχολή της ακριβείας που ακολουθείς. Χειρουργική ιδιότητα. Ψηλαφιστή με τον φακό της κάμερας η ιχνηλασία σου, κύριε Καθηγητά. Κορυφαία η αξιολογική σου κρίση (σελ. 209) «Και έτσι οι Χριστιανοί έβγαζαν τα μάτια των αγίων τους!» Αρκεί. Είθε της τίμιας (και με τόσον ψυχικό πόνο γραμμένης) διδασκαλίας σου για την Καππαδοκία μας να γίνουν όσοι περισσότεροι μαθητές και κοινωνοί και με «λυμένα τα υποδήματα» προσκυνητές (όπως εγώ).
Βύρων Γ. Πολύδωρας