Όλα ξεκίνησαν γύρω στα τέλη Αυγούστου στο Action Christine όπου προβαλλόταν η Καζαμπλάνκα. Όταν εκείνη κατευθύνθηκε με φυσικότητα προς αυτό το μπιστρό, την επομένη της μέρας που πήγαν για πρώτη φορά, εκείνος της ήταν ευγνώμων επειδή δημιούργησε μια συνήθεια, κάτι που μόνον εκείνοι μοιράζονταν, μια συνενοχή. Επιπλέον δε, ήξερε καλά πως, δεχόμενη να περνάει πολλές ώρες την ημέρα μαζί του, σήμαινε έμμεσα πως συμφωνούσε· ήταν πολύ αργά για να κάνει πίσω. Αλλά η γοητεία ετούτων των ήρεμων ημερών τον καθιστούσε ευπρόσβλητο. Ξάφνου άρχισε να φοβάται πως πολύ γρήγορα θα επέστρεφε σε μια μοναξιά την οποία, εντούτοις, νόμιζε πως είχε συνηθίσει. Τώρα πια μια ελαφριά αγωνία τον κυρίευε κάθε βράδυ, τη στιγμή που εκείνη, κοιτάζοντας το ρολόι της σαν ν` ανακάλυπτε πως ήταν κάπως αργά και πως η ώρα πέρασε γρηγορότερα απ` όσο είχε προβλέψει, του έλεγε χαμογελώντας: «Λοιπόν, αύριο τι ώρα;»
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]