`Μου χρωστάς,` της λέει αργότερα ο Φοίβος μέσα απ` τα δόντια του καθώς ανεβαίνουνε τις σκάλες, `απαιτώ να μου δώσεις εξηγήσεις. Με ποιον γύρναγες και προτιμάς να νομίζουν ότι ήσουνα στην πορεία; Ελπίζω να παίρνεις προφυλάξεις...`
Μια σφυριχτή κατραπακιά τον κάνει να σταματήσει - για μια μόνο στιγμή.
`Αν έχεις μπλέξει με τίποτα ναρκωτικά δε θέλω να σε ξέρω`, ψιθυρίζει στο αυτί της αδελφής του και χώνεται στο δωμάτιό του, προτού εκείνη προλάβει να αντιδράσει.
Τα παράθυρα στην απέναντι πολυκατοικία είναι όλα κλειστά. Με το φόβο απλωμένο σαν σεντόνι πάνω απ` την πόλη, η Αλίκη νιώθει ασφυξία. Αυτομάτως το κεφάλι της παίρνει τη στάση στην οποία κάθε φορά στραβολαιμιάζει, για ν` αντικρίσει ένα κομμάτι ουρανό. Έχει μέρες να σκεφτεί τον Κωνσταντίνο...
Στη σημερινή Αθήνα, οι ήρωες παλεύουν με το τέλος της εφηβείας και με την κατάρα που βαραίνει την εποχή τους.
Από το κέντρο της πόλης μέχρι την άκρη του σύμπαντος, ταξιδεύουν σ` έναν κόσμο όπου τα πάντα αναποδογυρίζουν. Συνωμοσίες, καβγάδες, επικίνδυνες ενέδρες και φαντασιώσεις ζωντανεύουν σε μια διαρκή σύγκρουση με την ταραγμένη κοινωνική πραγματικότητα και με τις αποτυχημένες συμβάσεις της. Όχι, δε θα φοβηθούν, θα γελάσουν με τους αγέλαστους, θα τραγουδήσουν, θα ερωτευτούν, θα αγωνιστούν για τα όνειρά τους και θα το αλλάξουν το γκρίζο τοπίο του πλανήτη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]