-Έτσι είναι, Έφιξ, αναστέναζε η Εσθήρ. Αχ, τι έγνοιες μας έδωσε αυτό το παιδί. Λες και μας κυνηγάει η δυστυχία. Να, αυτός που μας κατέστρεψε παντρεύεται τώρα μια τιποτένια, μια κουρελιάρα, κι η Νοεμί, πάλι, αρνιέται τα πλούτη και νομίζω πως στο βάθος, τον αγαπάει τον Πρέντου. Έτσι λέω. Γιατί, Έφιξ, να μας κυνηγάει πάντα η δυστυχία; Ο Έφιξ σκεφτόταν με το κεφάλι χαμηλωμένο. -Είμαστε σαν καλάμια στον αγέρα, κυρία Εσθήρ. Ναι! Καλάμια είμαστε εμείς κι η τύχη αγέρας. -Ναι, καταλαβαίνω, μα γιατί να `χουμε τέτοια τύχη κι όχι άλλη; -Κι ο αγέρας, γιατί να φυσάει; Μόνο ο Θεός το ξέρει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]