"Τώρα συγκινούμαι όλο και πιο αραιά, όλο και πιο δύσκολα. Έχει αρχίσει να μουδιάζει κάτι μέσα μου. Δεν είναι οργανικό, όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, λόγου χάρη. Άλλο είναι, πιο ύπουλο, τρομακτικό. Κάτι από την καρδιά και το μυαλό μου. Λες να `ναι η ιδέα μου;"
Η αγωνία της Δέσποινα εκφράζει το φόβο των ανώνυμων γυναικών, που βλέπουν τη ζωή να γλιστράει μέσ` από τα χέρια του. Η κραυγή της γίνεται και κραυγή τους, πορεία της πορεία τους. Η αφήγησή της συντονίζεται με την πρόσφατη ελληνική ιστορία κι έχει δύο όψεις: από τη μια είναι η καθημερινότητα που κυλάει γεμάτη μικρές και μεγάλες εντάσεις, από την άλλη το πεπρωμένο που εμφανίζεται κάθε φορά απρόβλεπτα. Πάνω απ` όλα, όμως, είναι το πείσμα μιας γυναίκας που αντέχει στις αναποδιές και βρίσκει το θάρρος να σαρκάζει.