Ο Μπλέικ Μόρισσον, μέσα από μια, ενοχλητική σχεδόν, αποκαλυπτική αυτοβιογραφική εξιστόρηση της ζωής του κοντά στον πατέρα του -αυτόν τον αντιφατικό μεσοαστό γιατρό, τον Άρθουρ Μόρρισον- καταθέτει `εν πάσει ειλικρίνεια`, τα έσω και τα έξω της οικογενειακής του ζωής. Κι αναρωτιέται, μαζί με τον αναγνώστη, ποιος είναι πραγματικά ο πατέρας του, πότε τον `είδε`; Όταν πιτσιρικάς ντρεπόταν έως θανάτου τις μικροκομπίνες του; Όταν τον μπούκωνε μέχρι σκασμού, για να τον αποκαλέσουν τ` άλλα παιδιά `χοντρο-Μπλέικ`, κι ο πατέρας του απλώς παχουλό; Όταν δεν τον άφηνε να ανασάνει η ασφυκτική προστατευτική του αγωγή στην εφηβεία; [...] Όταν ενδιαφερόταν για την κοινότητα σαν να ήταν σπίτι του; [...] Όταν σχεδίαζε και μαστόρευε ο ίδιος το σπίτι του γιου του, μη επιδεχόμενος αντιρρήσεις; [...] Όταν έβγαλε την τελευταία του ανάσα; [...]
Ποιός είναι λοιπόν ο πραγματικός μας πατέρας; Αυτός που γεμίζει τις αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων; Αυτός που εναντιωνόμαστε και απορρίπτουμε στην εφηβεία μας; Ή αυτός που αρχίζουμε ν` αποδεχόμαστε -μ` όλα τα στραβά του και τ` ανάποδα- καθώς διαπιστώνουμε (όσοι το καταφέρνουν), στην ωριμότητα πλέον, ότι τον κουβαλάμε μέσα μας -έστω σε κάποια βελτιωμένη έκδοση; [...]
Η ικανότητα του συγγραφέα να προσδιορίζει, με ακρίβεια και λιτότητα, τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του πατέρα του, -και τη δική του- είναι αφοπλιστική.
Η τόλμη του όμως να `παραδώσει` στους συμπατριώτες του την εσωτερική εικόνα της οικογένειάς του - αυτό τρομάζει, αλλά και... ανακουφίζει. Γιατί... `Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω`.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]