Για φαντάσου ξαφνικά να μη σ` αρέσει τίποτα, όλα να φαίνονται γύρω πληκτικά και μονότονα, η πετσέτα που ζεσταίνει στο καλοριφέρ, οι ζεστές σου οι παντόφλες, τα κολαριστά τα σεντόνια της φίλης σου· τίποτα πια να μη σε σηκώνει κι όλα να `ναι βαρετά, ο ουρανός ο θαλασσής κι απέναντι η πολυκατοικία με το γνωστό το μπανιστήρι, οι βόλτες, οι φίλοι οι γκαρδιακοί κι οι γκόμενες οι ξεπλημένες· αλήθεια, τι ζητάω, πώς έμπλεξα έτσι και πού πάω. Το μυαλό μου σαν μπάλα ανώμαλη, πρασινοκίτρινη με καρφίτσες γύρω-γύρω κι εξοχές, σαν μετεωρίτης πολύ άσχημος, σαν μάζα ασυνάρτητη με κυβερνά εδώ κι εκεί στα τηλέφωνα των φίλων όπου χάνομαι συνέχεια και συνέχεια για να βρω πού θα περάσω τον βραδινό μου τον καιρό, ίσως και τον πρωινό μου, κι απογευματινό.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]