Μπορεί, για την απόφαση του Γιάννη, να έφταιγε κι η σκληράδα του Αγά, που λυμαινότανε τον τόπο τους. Μπορεί κι η φτώχεια. Ή μόνο η λαχτάρα να γνωρίσει κι άλλους τόπους, άλλους ανθρώπους. Που να ξέρεις την καρδιά του καθενός; Σάμπως κι ο ίδιος ο άνθρωπος τη γνωρίζει;
Μα ήταν κι εκείνα τα πατριωτάκια του. Του πιλατεύανε καθημερινά το νου:
`Έτσι στη Νέα Έφεσο, αλλιώς στη Νέα Έφεσο! Τα πρόβατα; Δυο φορές το χρόνο γεννούν εκεί. Όχι μια, όπως στα Σφακιά, και που; Και τα χωράφια: διπλάσια σοδειά. Άσε τ` αμπέλια! Αυτά κι αν είναι! Κλήμα και καλάθι τα σταφύλια, κι άμα θες μην το πιστεύεις`.
Πήραν αέρα τα μυαλά του Γιάννη, έφυγε. Μαζί με τα πατριωτάκια του. Στον ώμο ένα ταγαράκι ο Γιάννης μ` ένα πλαστό μέσα, τίποτε άλλο. Τι είχε τι να του δώσει η μάνα του, φτωχιά γυναίκα. Το καρβελάκι και την ευχή της. Μήτ` ένα ζευγάρι κάλτσες παραπανίσιες να τις συναλλάζει, μια δεύτερη φανέλα. Με τα ρούχα που φορούσε έφυγε. Μα θες η ευχή της μάνας, θες η σκέπη της Παναγιάς, έπεσε σε καλά χέρια ο Γιάννης, εκεί στη Νέα Έφεσο που βγήκαν. Ήταν, βέβαια, και φιλότιμο παιδί, δουλευταράς και τίμιος, αυτό να λέγεται. Κι έτσι τον αγαπήσανε τ` αφεντικά του. Έτσι κέρδισε την καρδιά τους. [...]