Ο Βενέζης αποϊστορικοποιεί στην απλοϊκή, μα και θυμόσοφη διήγηση ενός Έλληνα μετανάστη στο Λογκ Άιλαντ, τη θρυλική μορφή του Μεξικάνου ληστή και επαναστάτη Πάντζο Βίλλα. Την μετατρέπει σε σύμβολο του Κακού, εχθρό καθημερινό, ληστή που επιβουλεύεται το Καλό.
Ο Δροσίνης διηγείται μέσα από την οπτική ενός ενωμοτάρχη τη σύλληψη του ληστή Αγγελόγιαννου και την τραγική έκβαση της σχέσης του με μια χωριατοπούλα.
Ο Καραγάτσης αναφέρεται στην περιοχή του Ολύμπου, όπου εδρεύει ένας ληστής, με συνεργό του κάποιον ληστροτρόφο αγροφύλακα και πρώην ληστή. Το παζάρι στη ληστεία, ο σεβασμός του λόγου, η προδοσία και η εκδίκηση είναι ο βασικός ιστός που πάνω του στηρίζει ο συγγραφέας την αφήγηση του.
Ο Θεοτόκης στήνει μια σύντομη ψυχογραφία της ωμής ληστρικής προσωπικότητας, ένα απ` τα συντομότερα και κορυφαία διηγήματα της ελληνικής πεζογραφίας.
Ο Μπαστιάς μας περνάει στη θάλασσα, εκεί που δρουν οι πειρατές, οι κουρσάροι των πλοίων. Ο ήρωας στήνει παγίδα σε ανύποπτο πλοίο, με την αυτοσχέδια συμμορία του, το οδηγεί σε ναυάγιο και το ληστεύει.
Ο Τανάγρας μας φέρνει στον άγριο κόσμο των κουρσάρων, μέσα στο πειρατικό. Εκεί στο μοίρασμα των λαφύρων, για μια ωραία γυναίκα, αλληλοεξο-ντώνονται ο γέρο-πατέρας-κουρσάρος και οι δυο γιοι του.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης σχηματίζει γλωσσικά, υπερρεαλιστικά παιγνίδια με τον όρο και την έννοια του `ληστή`. Ληστές είναι τα κακά ένστικτα που σε οδηγούν `στον τόπον... της εκτελέσεως των επιθυμιών σου`.
Ο Σταμ Σταμ παρωδεί τη ληστοφοβία, στο βαθμό που να μετατρέπει κάθε άγνωστο σε επικίνδυνο ληστή.
Ο Κόντογλου, στο `Ο κουρσάρος Άβερης`, μας παρουσιάζει έναν φημισμένο κουρσάρο και τα κατορθώματα, τα δικά του και των συντρόφων του, την ακμή και την παρακμή του στο πλιάτσικο της θάλασσας. Ο ίδιος συγγραφέας, στο `Πώς πέθανε ο ληστής Ιγνάτιος Φόβος`, στήνει μια παρωδία δίκης και αντίστοιχης εκτέλεσης του γραφικού και `αιμοβόρου` ληστή Ιγνάτιου Φόβου, που έδρασε στη φαντασία του Κόντογλου.
Ο Σολδάτος επιχειρεί μια ληστροφιλική περιήγηση στο ελληνικό και διεθνές ληστρικό στερέωμα, κάτι σαν υπερρεαλιστική παρωδία.
Ο Σταμάτης στήνει μια ιστορία, μ` ένα καράβι στ` Αλγέρι, που τη διηγείται ένας γέρος καπετάνιος. Εκεί το `τσούρμο` γλιτώνει από την επέλαση ληστών, χάρη στην ισχυρή όσφρηση ενός κουφού ναύτη.
Ο Ταρνανάς εντάσσει μια ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα με φόντο τη ληστρική συμμορία του Φορφόλια.
Ο Παπαδιαμάντης κινείται στο πλέον ευαίσθητο σημείο της ιστορίας μας, εκεί που ο Κλέφτης, ο Αρματολός και ο Ληστής πλέκονται. Οι δράσεις τους όχι σπάνια ταυτίζονται, ενώ τα περάσματα από τη μια κατάσταση στην άλλη είναι εύκολα και συχνά. Ο Μηλιόνης είναι ο εκδικητής για λογαριασμό του πάσχοντος υπόδουλου γένους.
Τέλος, ο Κυριακού μας αφηγείται μία από εκείνες της ληστρικές ιστορίες ποταμούς, που κυκλοφορούσαν με τη μορφή της λαϊκής φυλλάδας.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]