[Ε`
ΤΙ ΕΛΕΓΕ ΕΚΕΙΝΗ Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ]
Μα όταν κάποιος σου μιλά με τρόμους, φωνές
χαμένων σε απαίσια σπήλαια και βάλτους-
εσύ να σκέφτεσαι προπάντων τι μπορεί να εν-
νοεί, ποιο διαμελισμένο πτώμα κρύβει στο υπό-
γειό του, τι δαγκωτά φιλιά και φόνους, νύχτα
υπόκωφη, που σιωπηλά τη διασχίζουν αμαξο-
στοιχίες (συσκοτισμένες με βαριά παραπετά-
σματα, και στους τροχούς πανιά ή βαμπάκι), τι
άνομες επιθυμίες, λύσσα, ψιθύρους, ουρλιαχτά,
βεγγαλικά σε λάκκους πολιούχων, εκδικητές να
τον μουσκεύουν στο αίμα όταν κοιμάται, ποιον
κλέφτη, τέλος, σε βαθύ κοιτώνα χάλκινο, πνιγ-
μένον στα λινά και κλαίει-
και να τον συμπαθείς, προπάντων να τον συμπα-
θείς, αγαπητέ Αρθούρε ή Αλφόνσε.
(η τελευταία, πέμπτη, ενότητα της συλλογής)