Οι `ωραίοι παράφρονες` του Καρυωτάκη είναι δονκιχώτες που πάνε κι έρχονται κόντρα στο αίτημα της κοινωνίας για διατήρηση και επίδειξη του ορθολογικού της προσωπείου· του προσωπείου που οδήγησε τον ποιητή στον επίλογο της Πρέβεζας. Αυτού που, όχι σπάνια, κρύβει τον παραλογισμό της συνύπαρξης των κατά συνθήκην ελλόγων όντων. Και ο τρελός έρχεται σαν η φανερή εκδήλωση της χρόνιας κοινωνικής ασθένειας, σαν η ένοχη συνείδησή της, ο άτεγκτος κριτής που μαζί με το παιδί φαντάζουν οι μοναδικοί φορείς της αλήθειας, κατά μία λαϊκή ρήση. Αλήθεια και ψέμα για τον τρελό είναι ένα και το αυτό και η διάκρισή τους αποτελεί για τους δικούς του κώδικες συμπεριφοράς, άχρηστο διανοητικό ακροβατισμό. Ο ίδιος δεν αγαπάει τις νοητικές ακροβασίες. Για τους άλλους, τους `λογικούς`, χαρακτηρίζεται ως επικίνδυνος, ως εχθρός· αντιμάχεται ό,τι με κόπους μιας ζωής κέρδισαν, στα όρια του χάους και του καθωσπρεπισμού τους, ό,τι αιώνες κέρδισαν στον αναβρασμό της Ιστορίας, στα όρια του αφανισμού του ανθρώπινου γένους και της συνέχειας της κοινωνικής τους ύπαρξης. Ο τρελός εξορίζεται από τις κοινωνικές συμπεριφορές, κλείνεται στα Άσυλα, μπαίνει σε επιτήρηση, μετατρέπεται σε αντικείμενο χλευασμού, λύπησης ή συμπάθειας, παρατήρησης, μελέτης. Θεάται με τρόμο σαν κατάσταση απώλειας των ανθρώπινων απολαύσεων, αναγνωρίζεται σαν κοινωνική μειονότητα. Γίνεται θέμα και σαν τέτοιο ασχολούνται μαζί του οι ψυχίατροι, φυσικά, και κατόπιν οι κοινωνιολόγοι και οι λογοτέχνες. Τούτοι οι τελευταίοι έχουν κάποια κοινά με το πρωτογενές αυτό για την τέχνη τους υλικό. Κάπου η `τρέλα της δημιουργίας`, κάπου η `αδυναμία` τους να ενταχθούν στην κοινωνία με άνευ όρους παραδοχή των κανόνων της... και φυσικά κάπου το θέμα μας παίρνει άλλες διαστάσεις πέρα από αυτές της σύντομης εισαγωγής στα κείμενα που ακολουθούν. Απλά, η παραπάνω επιγραμματική κατάθεση σκέψεων βοήθησε στη συλλογή των διηγημάτων από την ελληνική λογοτεχνία με θέμα τον `τρελό` στην κοινωνία των συγγραφέων.
Η παράθεση των κειμένων δεν έγινε βάση κάποιας από τις πάγιες φιλολογικές μεθόδους, συνήθως χρονολογική ή αλφαβητική σειρά, αλλά με τη στοιχειώδη αίσθηση της ροής ενός προς ανάγνωση βιβλίου. Ακόμη δεν πρόκειται περί ανθολογίας, αλλά περί `συλλογής` αξιόλογων κειμένων και σαν τέτοια στάση απέναντι στη νεοελληνική λογοτεχνία μένει ανοιχτή στη διαρκή μελλοντική της ολοκλήρωση. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]