Μέσα στη μακραίωνη διαδρομή, που πραγματεύεται η "Ιστορία του νέου ελληνισμού", ο ΣΤ΄ τόμος επιχειρεί να διερευνήσει και να Ιστορήσει την εσωτερική κρίση της Επαναστάσεως, μια πολύ σύντομη χρονική περίοδο, που ανοίγεται ύστερ` από τη συγκρότηση της πρώτης ελληνικής κεντρικής αρχής ως την επιδρομή του Ιμπραΐμ (από τις αρχές τον 1822 ως τις αρχές τον 1825) και η οποία -μολονότι το νέο υλικό που ήλθε στο φως από τις αρχές του αιώνα μας είναι άφθονο- παρουσιάζει πάρα πολλά σκοτεινά σημεία. Οι πολιτικές ζυμώσεις, κινήσεις και μηχανορραφίες, που παρατηρήθηκαν τότε, συνυφασμένες με ένα πλήθος από επιμέρους προβλήματα, έμειναν άγνωστες στις λεπτομέρειές τους ως τα τέλη σχεδόν τον περασμένου αιώνα, γιατί η έρευνα σε βάθος αυτών των θεμάτων ήταν απαγορευμένη ζώνη: οι ερευνητές συναντούσαν τις αντιδράσεις, και διωγμούς ακόμη, των προσώπων, που είχαν αναμειχθεί σ` αυτές και βρίσκονταν κατά κάποιο τρόπο εκτεθειμένοι, ή και των απογόνων τους, όπως ομολογούσε καθαρά ο Κωνστ. Παπαρρηγόπουλος. Αλλά και από τις αρχές ακόμη του αιώνα μας ως σήμερα όχι μόνο το βάρος της παραδόσεως, άλλα και ο λαβύρινθος των ποικίλων γεγονότων, ο οποίος αμέσως κιόλας προβάλλει το σκοτεινό του στόμιο, και οι συχνά αντικρουόμενες ειδήσεις των χιλιάδων εγγράφων, απέτρεπαν τον ερευνητή ν` αποτολμήσει μια προσπάθεια για την πλήρωση ή διαλεύκανση των κενών μιας περιόδου που με τις αρετές των πρωταγωνιστών της γεννά αισθήματα ανατάσεως της ψυχής, αλλά με τα ελαττώματά τους προκαλεί βαθιές απογοητεύσεις. [...]
(από την εισαγωγή του βιβλίου)