`Τα ελληνικά ήχησαν, όπως ένα άστρο προβάλλει μέσα στη νύχτα`. ΓΚΑΙΤΕ
ΕΝΑΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΤΥΧΗ, όταν είναι άνοιξη στη Γερμανία, να περάσει τις Άλπεις με κατεύθυνση το νότο, και έπειτα να συνεχίσει το ταξίδι του με πλοίο προς τα νοτιοανατολικά, όταν περάσει τον Ισθμό της Κορίνθου, αισθάνεται σαν να μπήκε σε καινούριο κόσμο: το πλοίο του το αγκαλιάζει ένα φως τόσο αγνό όσο δεν είδε ποτέ· όλες οι γραμμές των βουνών, των νησιών, που, καθώς ταξιδεύει, ξεπροβάλλουν και χάνονται, προχωρούν και ξεμακραίνουν μπροστά στα μάτια του, έχουν μια καθαρότητα κρυστάλλινη· ο ουρανός και το νερό όπου καθρεφτίζεται είναι γαλανά σαν τους μενεξέδες και τα ζαφείρια· ο αέρας θερμός, γεμίζει με την πνοή του την καρδιά με αινιγματική αγαλλίαση και στο νου έρχονται οι στίχοι του Ευριπίδη για την πατρίδα του: `Ανάμεσα από λαμπρότατο αιθέρα πάντα πηγαίνουν απαλά`.
Οι ακτές της Σαλαμίνας προβάλλουν από τη θάλασσα, ταξιδεύεις μέσα από ιερά νερά· στο βάθος λάμπουν οι μαρμάρινοι ναοί της Ακρόπολης. Και όταν η λαμπρότητα της ημέρας τελειώνει μέσα σε ένα σύντομο μενεξεδένιο δειλινό, έρχεται `αμβροσία νύχτα`· στο βαθυγάλαζο βελούδινο ουρανό μοιάζει σαν να κρέμονται πάνω μας σφαίρες από χρυσάφι -τέτοια είναι η διαφάνεια του ουρανού- και το ασημένιο άρμα της σελήνης ακτινοβολεί έτσι όπως δεν θα το δεις ποτέ στα μέρη του βορρά.
Το φως, έτσι το αισθάνθηκαν πολλοί Γερμανοί που ταξίδεψαν στην Ελλάδα, είναι η πιο δυνατή εντύπωση στον τόπο αυτό. Η Ελλάδα είναι η χώρα της μορφής. Και τα βουνά που τη διασχίζουν προς όλες τις πλευρές, που κυριολεκτικά τη σκεπάζουν, ανεβαίνοντας συχνά σε μεγάλα, αλπικά ύψη, εκτός από το ότι ο ήλιος δεν ανέχεται στις κορυφές τους το χιόνι, για τόσο καιρό, δείχνουν σήμερα τις μορφές αυτές ακόμα πιο κοφτερές και πιο σκληρές απ` ό,τι ήταν στην αρχαιότητα· και τούτο γιατί τώρα δεν υπάρχει το δάσος, κατεστραμμένο από την αδιαφορία και την αφροντισιά αιώνων. Μόνο λίγα μέρη, η ορεινή Λοκρίδα και η Θεσσαλία ας πούμε, δίνουν ακόμα μιαν ιδέα για το αρχαίο δάσος, όπως το ξέρει η ομηρική ποίηση. Πράγματι, στους κάμπους, παρόλο που δεν κυλάνε πια νερά τόσο πλούσια όπως στην αρχαιότητα, βαδίζεις συχνά, σαν άλλοτε, μέσα στον ιερό ελαιώνα, κάτω από στιβαρές βελανιδιές και πλατάνια, δίπλα σε δάφνες και σε συκιές ή -όπως συμβαίνει στην κοιλάδα του Πηνειού- κάτω από πλήθος άλλα καταπράσινα δέντρα και θάμνους. Πλατιές ζώνες των κοιλάδων τις σκεπάζουν αμπέλια, κλαδεμένα το χειμώνα κοντά ως το χώμα, αλλά το σιτάρι ευδοκιμεί πολύ λιγότερο απ` ό,τι στην αρχαιότητα, γι` αυτό και βλέπει κανείς φυτείες άγνωστες φυτείες άλλοτε, ιδίως από πορτοκαλιές και λεμονιές, από αθάνατους, με τους τραχιούς βλαστούς τους, ή από καπνό. Δίχως δάσος και νερό, όμως, το καλοκαίρι ξεραίνει ολότελα κάμποσες πεδιάδες, όπως της Αθήνας -μάταια ψάχνει σήμερα το μάτι τις βραγιές με τους μενεξέδες και με τις τριανταφυλλιές που ύμνησαν ο Πίνδαρος και ο Ευριπίδης-, και άσπρη καυτερή σκόνη τυλίγει για μήνες τη χώρα.
Πόσο θα άλλαξε από την αρχαιότητα η όψη αυτού του τοπίου στη βλάστηση ή στις άλλες λεπτομέρειές του! Το βασικό στοιχείο όμως -το βουνό, όπου προβάλλει εδώ και εκεί στο φως το μάρμαρο εκτυφλωτικά λευκό ή και πολύχρωμο, οι βαθιές κοιλάδες, που με την απομόνωσή τους έφεραν την ισχυρή αυτοτέλεια του πνεύματος, και που την ίδια στιγμή, αν δεν προκάλεσαν, ευνόησαν πάντως και τη διάσπασή του, η θάλασσα, που περιζώνει τη χώρα και εισχωρεί μέσα της βαθιά σχηματίζοντας αμέτρητους κόλπους -το βασικό λοιπόν στοιχείο έμεινε το ίδιο. Και ακόμα και ό,τι είναι στενότερα συγγενικό με το βασικό στοιχείο. Ακόμα και σήμερα ο αετός του Δία χιμά πάνω από τον Ταΰγετο προς την κοιλάδα του Ευρώτα, ξυστά στον οδοιπόρο, ακόμα οι γύπες πετούν ψηλά πάνω από τις Φαιδριάδες των Δελφών πέρα από τον Παρνασσό, ακόμα μπαίνουν στο δρόμο μας στα βουνά της Πελοποννήσου οι μεγάλες χελώνες, που ένας προγονός τους είχε δώσει το όστρακό του στον Ερμή για να φτιάξει την πρώτη λύρα· εκεί κουλουριάζεται γύρω από το δέντρο το ιερό φίδι του Ασκληπιού [...].
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]