Στο σαλόνι ενός πλούσιου αστικού σπιτιού –που το αποτελούν ο Τόμπιας, ένας παρηκμασμένος τύπος πετυχημένου αμερικανού μπίσνεσμαν· η Ανιές, η γυναίκα του, μια γερασμένη, αγχωτική κυρία· η Κλαίρη, η αδερφή της, μια σεξουαλικά αποτυχημένη μεσόκοπη γυναίκα και η Τζούλια, η κόρη της οικογένειας, που επρόκειτο να εγκατασταθεί στο σπίτι μετά το τέταρτο διαζύγιό της– εισβάλλουν ένα βραδυ ο Χάρρυ και η Έντνα. Στο τέλος της πρώτης πράξης αποκαλύπτουν ότι δεν μπορούν να μείνουν σπίτι τους γιατί τρομοκρατήθηκαν. Πώς; γιατί; Τι τους έκανε να φοβηθούν;
Όταν οι τελευταίοι, με τη γλυκιά ανοχή των φίλων τους, βολευτούν θα μεταμορφωθούν σε τυράννους. Το ηλικιωμένο ζευγάρι αφυπνίζεται την τελευταία στιγμή και φεύγει, λίγο πριν η οικογένεια τους αντιμετωπίσει σαν πανουκλιασμένους, που έφεραν στο σπίτι τους τον τρόμο· μια αρρώστια, ωστόσο, που προυπάρχει και είναι αυτή που αναγκάζει τα μέλη της οικογένειας να ανέχονται ο ένας τον άλλον. Η αναγκαστική αυτή ανοχή δημιουργεί ένα περίεργο είδος ισορροπίας, που η Ανιές έχει βαλθεί να διατηρήσει με νύχια και με δόντια.