[...] Ο άνθρωπος που στεκόταν στην πόρτα της `Ωραίας Καρπάθου`, ήταν ψηλός, μάλλον παχύς, δυνατός. Φορούσε ένα χοντρό εγγλέζικο παλτό, όπως το είπε ο υπάλληλος του ξενοδοχείου, είχε τυλιγμένο τον λαιμό του μ` ένα βυσσινί φουλάρι και τα χέρια του ντυμένα με γάντια από χοιρόδερμα. Ο Χατζηπαυλής σκέφθηκε πως αυτόν τον άνθρωπο τον είχε ξαναδή. Προσπάθησε να θυμηθή πού. Η φιγούρα του του ήταν γνώριμη, αλλά ο ίδιος άγνωστος. Στο τέλος θυμήθηκε. Τις τελευταίες ημέρες τον είχε συναντήσει δυο - τρεις φορές σε διάφορα σημεία. Τυχαίες συναντήσεις, στις οποίες δεν είχε δώσει καμμία σημασία. Ο άνθρωπος με το φουλάρι προχώρησε προς το μέρους τους. [...]
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]