[...] Ο κύριος Ροντμπέρτους εξετάζει πρώτα πώς έχουν τα πράγματα σε μια χώρα, όπου δεν είναι χωρισμένες η κατοχή της γης και η κατοχή του κεφαλαίου, και καταλήγει στο σημαντικό συμπέρασμα ότι η πρόσοδος (με την οποία εννοεί όλη την υπεραξία) είναι ίση μόνο με την απλήρωτη εργασία ή με την ποσότητα των προϊόντων, με τα οποία παρασταίνεται.
Πριν απ` όλα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ροντμπέρτους εννοεί μόνο την αύξηση της σχετικής υπεραξίας, δηλαδή την αύξηση της υπεραξίας, εφόσον προέρχεται από την αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας και όχι την αύξηση της υπεραξίας, η οποία πηγάζει από την παράταση της ίδιας της εργάσιμης ημέρας. Φυσικά, κάθε απόλυτη υπεραξία είναι με μιαν έννοια σχετική. Η εργασία πρέπει να είναι αρκετά παραγωγική, ώστε να μη χρειάζεται ο εργάτης όλο του το χρόνο, για να συντηρείται ο ίδιος στη ζωή. Από κει και πέρα όμως αρχίζει η διαφορά. Έξαλλου, αν στην αρχή η εργασία είναι λίγο παραγωγική, τότε και οι ανάγκες είναι στον ανώτατο βαθμό απλές (όπως του δούλου), τα ίδια δε τα αφεντικά δεν ζουν πολύ καλύτερα από τους υπηρέτες. Η σχετική παραγωγικότητα της εργασίας, που είναι αναγκαία για να δημιουργηθεί ένας καταναλωτής κέρδους, ένα παράσιτο, είναι πολύ μικρή. Αν δρούμε κάπου ένα υψηλό ποσοστό κέρδους, εκεί όπου η εργασία είναι ακόμα πολύ λίγο παραγωγική, όπου δεν χρησιμοποιούνται οι μηχανές, ο καταμερισμός της εργασίας κλπ., αυτό θα το βρούμε μόνο, είτε όπως στις Ινδίες εν μέρει, επειδή οι ανάγκες του εργάτη είναι απολύτως μικρές, και ο ίδιος ο εργάτης πιέζεται τόσο που πέφτει ακόμα πιο κάτω απ` αυτό το άθλιο επίπεδο αναγκών, εν μέρει όμως, επειδή η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας είναι ταυτόσημη με τις μικρές διαστάσεις του πάγιου κεφαλαίου σε σχέση με το μέρος του κεφαλαίου που έχει δαπανηθεί για εργασία, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, με τις μεγάλες διαστάσεις του μέρους του κεφαλαίου που δαπανάται για εργασία σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο, τέλος, επειδή παρατείνεται εξαιρετικά ο χρόνος εργασίας. [...]