1892 Δευτέρα 5 του Οκτώβρη. Στις τέσσερες το δειλινό αφήνουμε τον Πειραιά. Το βαπόρι, που από σήμερα είμαι κι εγώ πλήρωμά του, λέγεται "Αθήναι" κι έχει για φιγούρα στην πλώρη του πάνοπλη την Αθηνά. Είναι μεγάλο και φοβερό πλεούμενο δικάταρτο, με γέφυρα και κοντραγέφυρα, με διπλό κατάστρωμα, αμπάρια τρία, τρεις δεξαμενές νερού, δύο καρβουναποθήκες, μηχανή νεοτάτου συστήματος στη μέση. Την πρώτη θέση την έχει στην πρύμνη πολυτελέστατη, πλατύχωρη, με σαλόνι και δωμάτιο μουσικής ευάερο και καπνιστήριο, με λουτρό και δεκατέσσερες καμπίνες, καθαρές , για δύο άτομα την καθεμία. Τη δεύτερη έχει στην πλώρη, ανοιχτή ταβέρνα και τίποτ` άλλο κι έχει στο πλάγι, ζερβόδεξα της μηχανής, τα δωμάτια των καπεταναίων και μηχανικών και κρεβατωσές για τους επιβάτες της τρίτης. Εχτίστηκε στο Ντοντί της Σκοτίας προ ενός χρόνου, φωτίζεται με ηλεκτρικό φως, παίρνει φορτίο τριάμισι χιλιάδων τόνων, ταξιδεύει 10-12 μιίλια την ώρα κι έχει πλήρωμα 44 άνδρες.
[...]