Μέσα στη μικρή χαμηλοντάβανη ταβέρνα, σ΄εκείνο το μακρόστενο τραπέζι στο βάθος του μαγαζιού, που με δυσκολία τους χώρεσε, ο Παύλος στριμώχτηκε εκείνο το βράδυ απέναντί της. Η προτίμησή του της προκαλούσε σύγχυση και μια έξαψη, που με τίποτα δεν μπορούσε να περιορίσει. Την πείραζε διαρκώς κι εκείνη, μέσα στην υπερέντασή της, του απαντούσε πότε χάνοντας λιγάκι τα λόγια της και πότε με ξαφνική έμπνευση και χιούμορ. Την κοίταζε βαθιά μέσα στα μάτια κι αυτή αισθανόταν τη λεκάνη της να μυρμηγκιάζει και την καρδιά της να βροντά τόσο, που νόμιζε πως κι άλλοι μπορούσαν να την ακούσουν.
`Ακουγε τη φωνή του να της απευθύνεται γοητευτική και δεν μπορούσε να πιστέψει σε μια τόσο απρόσμενη αποκλειστικότητα. Κι όταν η αμηχανία της έφτανε στο αποκορύφωμα κι ήταν έτοιμη να αποκαλυφθεί, έπαιρνε το βλέμμα της και το προσγείωνε ανακουφιστικά έξω από την τζαμαρία, πάνω στις κόκκινες στέγες των χαμόσπιτων.