Ακόμη θ` αναρωτιέται ο Ρήγας: Πώς και γιατί νικήθηκε η ζεστασιά της τόλμης, / πώς και γιατί σμιλεύτηκε ο πόνος τ` έρωτά τους, / πώς και γιατί φθονεύτηκαν στιγμές ευτυχισμένες. / Κι απόφαση πήρε βαθιά τον κόσμο να γυρίσει, / κι όσο βαστούνε οι αρμοί που δένουν την αγάπη, / έτσι κι αυτός την προσμονή, ζωής θεμελιωμένης, / όπως το κέντημα είναι απλό και λένε τα τραγούδια, / αφού οι ματιές σταυρώθηκαν στου αργαλειού στημόνι / και ξετυλίγοντας απλά γινόταν το υφάδι.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]