Η Χαρούλα είναι όπως και το όνομά της. Χαρούμενη, χαριτωμένη, καλόκαρδη. Μαθήτρια της Β` Λυκείου, Θεσσαλονικιά, βρίσκεται ξάφνου στη Λακωνία, φιλοξενούμενη σε σπίτι φιλικής οικογένειας.
Ο ναυτικός πατέρας της, πρώτος μηχανικός στο δεξαμενόπλοιο Seabird, η μητέρα της, ο αδελφός της και το πλήρωμα αιχμαλωτίστηκαν από Σομαλούς πειρατές. Έτσι η κοπέλα μετακομίζει στο σπίτι του αδελφικού φίλου του πατέρα της, πλοιάρχου και πατέρα της συνομήλικης της Ειρήνης. Υπήρχε ένας παλιός όρκος που οι δυο άνδρες είχαν δώσει: σε ώρα ανάγκης η μια οικογένεια θα υποστήριζε την άλλη. Πιστός στην υπόσχεσή του, ο καπετάν Γιάννης εγκατέστησε στο σπίτι του τη Χαρούλα.
Κοντά τους η Χαρούλα ξαναβρήκε το γέλιο της και άρχισε να ελπίζει. Αλλά και να ανησυχεί, καθώς δε λάβαιναν νέα. Όμως η οικογένεια τη στήριξε και την ενθάρρυνε. Βάλσαμο έσταξε στην ψυχή της η φιλία της με την Ειρήνη.
Βιβλίο της ελπίδας, της αγάπης, της αλληλεγγύης. Και του σεβασμού στη φύση, στη Γη-Πατρίδα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]