Το βιβλίο της Νικολίας Ιωαννίδου τοποθετείται καίρια στη σύγχρονη ευρωπαϊκή συγκυρία και στο ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον ρόλο των `ξένων` στην πόλη, την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία της.
Η Βενετία, η πόλη που διατηρεί θεσμούς και δομές από τον απώτερο Μεσαίωνα, αποτέλεσε μία παραθαλάσσια μακρινή επαρχία (Provincia Venetiarum) της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Για αρκετούς αιώνες, η Βενετία κινήθηκε στην τροχιά του Βυζαντίου και επεδίωξε να διαφυλάξει την κληρονομιά του, γεγονός που λειτούργησε καταλυτικά για τη σημαντική παρουσία της ελληνικής κοινότητας, την τέχνη και τον πολιτισμό από τον Μεσαίωνα μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης και έπειτα.
Η παρουσία εθνικών μειονοτήτων και, ειδικότερα, της ελληνικής κοινότητας επηρέασε την αρχιτεκτονική και τις τέχνες σε τέτοιο βαθμό που, αρκετά συχνά, αναγνωρίζουμε με δυσκολία τις ξένες επιρροές σε ένα χώρο που επεδίωκε να διατηρήσει τη δική του φυσιογνωμία: η Βενετία δέχθηκε τις ξένες επιρροές για να τις αναμορφώσει σε δικές της καλλιτεχνικές και αρχιτεκτονικές εκφράσεις, αποδέχθηκε, δηλαδή, το `ξένο` μόνον αφού το οικειοποιήθηκε.
Η πλούσια τεκμηρίωση του βιβλίου της Ν. Ιωαννίδου -αδημοσίευτη σε μεγάλο βαθμό- έκανε δυνατή την αναπαράσταση της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας ως μια κοινότητα πλούσια σε αισθητικές αξίες που εκφραζόταν με τους δικούς της αυθεντικούς τρόπους, αλλά παρέμενε συντηρητική ως προς τη διαφύλαξη των εσωτερικών της κρυφών τάσεων.
Η έρευνα μελετά την ειδική σημασία των επώνυμων και ανώνυμων αρχιτεκτονικών έργων στην πλατεία των Ελλήνων (Campo dei Greci), αλλά και στο σύνολο της πόλης. Παράλληλα, διερευνάται η πολιτική διάσταση της αρχιτεκτονικής, η σχέση των αρχιτεκτονικών και των πολεοδομικών εκφράσεων με τα ιστορικά γεγονότα, τη θρησκεία και τον τρόπο σκέψης. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η αρχιτέκτων αναλύει την ιστορία της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας και τα αρχιτεκτονικά έργα που σηματοδότησαν την αστική της διαδρομή.
Στη Βενετία, η επιλογή της στοχαστικής συνέχειας οδήγησε σε νέες μορφές ταυτότητας που βασίζονταν στα τοπικά χαρακτηριστικά και στις ιδιαιτερότητες του τόπου και της φύσης. Όμως, σε αυτήν την πόλη, η τυπολογία των μορφών και των κτισμάτων, η διάταξη των όγκων, η επιλογή και η επεξεργασία των υλικών παραπέμπουν σε μια αρχιτεκτονική μνήμη που υπερβαίνει τα προφανή όρια του τόπου.
Κάθε βιβλίο Ιστορίας, ακόμα και αν πραγματεύεται μία περίοδο μακρινή στο παρελθόν, έχει σχέση με το παρόν. Στην περίπτωση της ιστορίας της αρχιτεκτονικής, η πόλη αναδεικνύεται ως ο κατεξοχήν τόπος εγγραφής της αρχιτεκτονικής και η ίδια η αρχιτεκτονική συνιστά δημιουργία που δεν διαχωρίζεται από τη ζωή, την κοινωνία και την πολιτική μέσα στην οποία εκδηλώνεται. (Νίκος Σηφουνάκης, Αρχιτέκτων Μηχανικός, Αναπληρωτής Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Αθήνα, 22 Μαρτίου 2011)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]