Το ερώτημα για την ανθρώπινη χρονικότητα, δηλ. το ερώτημα για τη χρονική κατάσταση της ανθρώπινης ζωής, βρίσκεται εδώ και αιώνες στο παρασκήνιο των ενδιαφερόντων της Φιλοσοφίας. Στο σημείο αυτό ακριβώς παρουσιάζεται η ουσία του ανθρώπου με έναν εντελώς νέο τρόπο. Θα πρέπει, προκειμένου να παρουσιάσουμε αυτή την πολυδιάστατη εξέλιξη, να αναφερθούμε αποκλειστικά σε δύο αντιπροσωπευτικά ονόματα. Το πρώτο είναι του Bergson, ο οποίος διέκρινε μεταξύ χρόνου και διάρκειας, δηλ. μεταξύ του μετρήσιμου χρόνου των ωρών (του αντικειμενικού) και του συγκεκριμένου, του βιωματικού (υποκειμενικού) χρόνου. Αυτή η διάκριση αποδείχτηκε στη συνέχεια πολύ παραγωγική. Οι δύο χρόνοι δηλ. δεν ταυτίζονται με κανέναν τρόπο, αλλά ο πραγματικά βιωματικός χρόνος μπορεί, ανάλογα με την εκάστοτε ψυχική διάθεση του ανθρώπου, να είναι άλλοτε μακρότερος και άλλοτε συντομότερος, δε συγχρονίζεται στη ροή των ωρών. Στην περίπτωση της βασανιστικής πλήξης και της αγχώδους αναμονής ρέει πιο αργά, κατά τέτοιο τρόπο που τα λεπτά γίνονται ώρες, ενώ εξαφανίζονται με μιας στο χαρούμενο παιχνίδι ή στην ενδιαφέρουσα συζήτηση, έτσι που αργότερα διερωτάται κανείς που είναι ο χρόνος και πότε αλλάζει η ανθρώπινη σχέση μ` αυτόν· διότι η απόκλιση του βιωματικού χρόνου από το μετρήσιμο δεν πρέπει να θεωρείται σαν υποκειμενική αδυναμία, που θα πρέπει, κατά το δυνατόν, να αντιμετωπιστεί. Ο βιωματικός χρόνος, είναι, πολύ περισσότερο, εκείνος, στον οποίο πραγματικά ζούμε. Αυτός είναι για μας η πρωταρχική πραγματικότητα.
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]