"Έφεξε.
Κι απ` τα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα
έμπαινε κλεφτά και τρυφερά το πρώτο φως της νέας μέρας.
Κι απλώθηκε λευκό, κατάλευκο πάνω στα πράγματα
και στα γαλήνια, γαλανά νερά της Τριχωνίδας.
Ολόασπρος ολόγυρα ο κάμπος.
Πίσω και πέρα μακριά,
κάστρα πανάρχαια και ψηλά, ερειπωμένα κάστρα,
στο έλεος του καιρού και του ανέμου αφημένα,
ναυαγημένα σε μια απόμερη καμπή της ιστορίας,
εκεί που έναν καιρό δένανε τα καράβια οι Αχαιοί
στον πηγαιμό για την Κολχίδα και την Τροία
κι ο Όμηρος γεφύρωνε με στίχους τα νερά και τους αιώνες."