Είναι αναμφισβήτητη η καθοριστική σημασία και δυναμική της νομολογίας στην -δια της ερμηνείας και εφαρμογής των κατ` ιδίαν κανόνων δικαίου- διάπλαση του δικαίου. Ακόμα και όταν σε δικαιοκρατικές έννομες τάξεις, όπως η ελληνική έννομη τάξη, νομικό θεμέλιο αυτών είναι το γραπτό δίκαιο τόσο σε επίπεδο Συντάγματος, όσο και σε επίπεδο κανόνων δικαίου κοινής τυπικής ισχύος -που εκ των πραγμάτων αποστερεί σημαντικά, αν όχι πλήρως, το δικαστή από το ρόλο ενός `κοινωνικού μηχανικού` (`Sozialingenieur`) ή άλλως `κοινωνικού μετασχηματιστού` (`Sozialtransformateur`) και τον περιορίζει στο ρόλο του ερμηνευτού και εφαρμοστού του τεθειμένου από τα νομοθετικά όργανα δικαίου- ο ρόλος του δικαστού είναι ιδιαίτερα καθοριστικός. Ο δικαστής με την ερμηνεία των κανόνων δικαίου στη μείζονα πρόταση του συλλογισμού και την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου στη συγκεκριμένη περίπτωση στο πεδίο της ελάσσονος προτάσεως του δικανικού του συλλογισμού διαπλάσσει δίκαιο. Αυτό ισχύει και στο πεδίο της εκ μέρους των δικαστηρίων ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του αστικού δικονομικού δικαίου και γενικότερα του δικονομικού δικαίου. Η συμβολή αυτή της νομολογίας στη διάπλαση του δικαίου είναι ακόμα μεγαλύτερη, όταν πρόκειται για νομολογία Ανωτάτων Δικαστηρίων. Και μάλιστα η βαρύτητα της νομολογίας καθίσταται ακόμα σημαντικότερη και δραστικότερη, όταν σε μία συγκεκριμένη έννομη τάξη τα δικαστήρια έχουν την εξουσία να ελέγχουν και τη συνταγματικότητα των νόμων κοινής τυπικής ισχύος και σε περίπτωση που θεωρήσουν, ότι μία συγκεκριμένη διάταξη νόμου δεν είναι συμβατή με το Σύνταγμα είτε -στην πιο `ανώδυνη` περίπτωση- να μη την εφαρμόσουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, είτε -με βάση μία `αυστηρή` ρύθμιση- να την καταργήσουν τελείως ή κατ` αποτέλεσμα, αμέσως ή εμμέσως. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]