Σε κάποιο περιοχή της σύγχρονης ελληνικής επαρχίας φτάνει ο ήρωας της νουβέλας –ένας Έλληνας που έζησε πολλά χρόνια στην κεντρική Αφρική– και αγοράζει μια έκταση έξω από ένα χωριό. Το κτήμα είναι τρεις μικροί λόφοι, άνυδρο και ξερό. Εγκαθίσταται εκεί και εφαρμόζει τη μέθοδό του να βγάλει νερό, που είναι ανορθόδοξη και παράξενη. Όπως είναι φυσικό, κινεί την περιέργεια και στη συνέχεια το ζεστό ενδιαφέρον δύο γυναικών, υπαλλήλων του Υπουργείου Γεωργίας, που εκείνο το καλοκαίρι μένουν σε γειτονικό με το κτήμα οίκημα της υπηρεσίας. Τον παρακολουθούν επίσης ο παπάς και ο κοινοτάρχης του κοντινού χωριού με επιφύλαξη και καχυποψία για τη μέθοδό του.
Η εξέλιξη των γεγονότων θα οδηγήσει σε καταστάσεις ανεξέλεγκτες, που θ` αποδείξουν τις προσπάθειες του ήρωα μάταιες ή μακροπρόθεσμα καρποφόρες. Ταυτόχρονα θα μας γεμίσουν αμφιβολίες κι ερωτηματικά για την πραγματική του υπόσταση.