Ο Τάσος Γουδέλης, έπειτα από το `διάλειμμα` ενός μυθιστορήματος (Οικογενειακές ιστορίες), επανέρχεται στο χώρο της δηλωμένης του προτίμησης, αυτόν του διηγήματος.
Η μικρή φόρμα, όπως την αντιλαμβάνεται ο Τάσος Γουδέλης, οφείλει να είναι `εναρμονισμένη με την ενδιάθετη γραφή, την ελευθερία και την εσωτερικότητα`.
Τα περισσότερα από τα κείμενα του βιβλίου υπηρετούνται από μία `μετααφηγηματική, ταυτοτική γραφή, μπροστά στον καθρέφτη του υποσυνειδήτου`, από `έναν πλάγιο λόγο χωρίς παρεκκλίσεις... χωρίς εξωτερική εξέλιξη ορατή`, η οποία παρακολουθεί την `άχρονη ροή της συνείδησης`. Όπως έχει παρατηρήσει ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, απέναντι στο υποκείμενο δεν υπάρχει ποτέ `μια εξωτερική πραγματικότητα αυτοτελής, αναγνωρίσιμη, περιγράψιμη αλλά θέα πρισματική, αμετάφραστη σε γραμμική λογική, είτε σε σταθερή εικόνα δισδιάστατη, τρισδιάστατη... Όχι εικόνα, αλλά κατάσταση, εσωτερική από φευγαλέα ή διαφεύγοντα γεγονότα, ερεθίσματα - ακόμα και σωματικά, αισθητηριακά. Σε έναν τέτοιο αβέβαιο χωρόχρονο, φαίνονται να εντοπίζονται και να συλλαμβάνονται οι καταστάσεις σαν από μια αντεστραμμένη κάμερα (ιδεατή) που βλέπει προς τον καμεραμάν. Είναι μια αντίφαση-ανατροπή, κινηματογραφική οπτική/λογική...`
Εκτός από τα `αφηρημένα` διηγήματα συναντάμε διάφορες `μιμήσεις ύφους` αφηγηματικού χαρακτήρα, ηθελημένες ταχυλογίες που παρουσιάζονται ως προπλάσματα διηγημάτων, μία δημιουργική μετάφραση/ανάπλαση ενός παλαιού, ξένου κειμένου, διακειμενικές και ψευδοδοκιμιακές χειρονομίες.
Συνολικά η γραφή του Τάσου Γουδέλη επιζητεί να υπηρετήσει έναν ποιητικό μινιμαλισμό.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]