Ήπιαμε πολύ στη στοργική σκιά του δέντρου. Γιατί αυτά που δεν έχουμε ζήσει είναι πολλά κι εμείς τα κερδίζαμε μέσα σε μια ώρα μ` εκείνο το κρασί. Όλα ήταν βουτηγμένα στην ευθυμία και η μύτη του Τελαμώνα είχε πάνω της σάλτσα μακαρονιών. Οι υποχρεωτικές ώρες των μαθημάτων στη σχολή, τα σχέδια, η καθημερινότητα ήταν οι εμβόλιμες σκέψεις που διέκοπταν τη φιέστα του νου. Ενοχλητικοί επισκέπτες, χάνονταν μέσα στα παιχνίδια με τη γάτα, το κρασί και τα παιδιά. Η Αλήθεια ήταν απέναντι και χαμογελούσε γλυκά, η Λάχεση είχε γείρει το κεφάλι προς τα πίσω τεντώνοντας το κορμί της σαν τόξο, με τρόπο που οι θηλές της να ασφυκτιούν κάτω απ` το μακό μπλουζάκι. Το ποτήρι του Ντένη άδειαζε συνέχεια κι εγώ του το γέμιζα πρόθυμα ψιθυρίζοντας του στο αριστερό αυτί ασυνάρτητες ιστορίες.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]