`Πρέπει να κλείσουμε αυτό το στόμα`, έλεγαν κρυφίως οι γερμανοί αξιωματούχοι για την Ουλρίκε.
Η ψυχή της, η σκέψη της, η φωνή της, όσο κι αν προσπαθούσαν να τη φιμώσουν, έφθανε έξω από τη φυλακή μέσω των δικηγόρων - συχνά πυκνά και από μόνη της. Σαν ένα αερικό, ένα στοιχειό που τίποτε δεν μπορεί να το κρατήσει. Δρασκελούσε τους τοίχους, τα πλέγματα, τις διπλοσκοπιές. Κορόιδευε τις κάμερες, τα ηλεκτρονικά κυκλώματα, τους φύλακες, τους επόπτες. Γινόταν αόρατος άνθρωπος και γλίστραγε μέσα από τους μπάτσους και τις ειδικές δυνάμεις του στρατού. Ξεχυνόταν στην άνοιξη που θεριεύε έξω από το τέρας, τη φυλακή-δικαστήριο του Σταμχάιμ, έξω από το μέταλλο και το γυαλί, το ατσάλι που γενναιόδωρα παρείχαν οι απόγονοι των Κρουπ και Τύσσεν, των `Καταραμένων` του Βισκόντι. Χαιρόταν τα δένδρα και τα ποτάμια, τις αγροικίες και τις κωμοπόλεις. Τις κωμοπόλεις του Γκαίτε, του Χόφμαν και του Νοβάλις.
Κι από κει έφτανε στις πόλεις. Και γινόταν ένα με το κίνημα συμπαράστασης, με τους `συμπαθούντες`, με τους ενεργούς πολίτες της γερμανικής Αριστεράς. Με τα κινήματα κατά του πολέμου, με τους αντιπυρηνικούς διαδηλωτές του Μπρόκντορφ, με τους καταληψίες σπιτιών στη Φρανκφούρτη και το Αμβούργο, με τα φοιτητικά κινήματα, τους ξένους εργάτες`
Έφτανε και στην Ελλάδα... «ΟΥΛΡΙΚΕ ΜΑΪΝΧΟΦΦ: ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΕΙ», γράφαμε στους λευκούς τοίχους. Πάντα τ` όνομά της λάθος: Ούρλικε - από το ουρλιάζω. Σαν εκείνη τη φωτογραφία της του 1972 - τις είχε δημοσιεύσει ένα γερμανικό περιοδικό ποικίλης ύλης όλες απ` όταν ήταν μωρό πέντε ετών. Σαν εκείνη τη φωτογραφία της του 1972, που η φυλάκισσα την κρατάει από το πηγούνι, για να κοιτάξει το φακό, να παραδοθεί. Μόλις την είχαν συλλάβει. Αρνιόταν να φωτογραφηθεί. Δεμένη, είχε για μόνη της αντίσταση την κίνηση του κεφαλιού της. Κι εμείς για αντίσταση εκείνην. Γράφαμε τ` όνομά της με κεφαλαία και στο γιώτα βάζαμε διαλυτικά: δυο μάτια να διαπερνούν σαν σφαίρες τα κελιά, τα ντουβάρια, την κατανάλωση, καθετί λευκό. «ΜΑΪΝΧΟΦΦ», με δύο φι, για να γίνει πιο πειστική η απειλή μας στην τάξη τους που μύριζε ανθρώπινο κρέας.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]