- Τώρα μάθατε το μυστικό μου! Στενοχωρήθηκε η Πεντάμορφη. - Εμείς σε θέλουμε να μείνεις κοντά μας! Έτσι δεν είναι πατέρα; λαχτάρησε τ’ αρχοντόπουλο, κι έτρεξε στο κελάρι. Όσο μιαν ανάσα ήταν η τρεχάλα του. Έφερε το καυκί της χελώνας και προτού προλάβει η Πεντάμορφη να τον εμποδίσει, το πέταξε μέσα στ’ αναμμένο τζάκι. - Πάει! Τώρα έχασα τη δύναμή μου! Δάκρυσε η κοπελιά, γιατί ήξερε, ότι τ’ αρχοντόπουλο θα περνούσε πολλά βάσανα, κι εκείνη δε θα μπορούσε πια να το βοηθήσει. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]