«Σπουδαία», λέει η Μαίη τακτοποιώντας τα χρώματά της. Της πέφτει ένα πινέλο και ο Έντγκαρ σκύβει να το μαζέψει. Καθώς της το δίνει, αργά, ο αέρας πέφτει και το χορτάρι μοιάζει σαν να σιγοψήνεται στη ζέστη. Το χορταριασμένο υψωματάκι πλαισιώνει αυτές τις δύο φιγούρες με χρυσοπράσινους τόνους. Η Μαίη στέκει κοντά στον Έντγκαρ· η άκρη της μπλε φούστας της σχεδόν αγγίζει το μπαστούνι του. Νιώθω σαν, ξάφνου, να έχασα κάτι ή σαν να εξαϋλώθηκε η σάρκα μου και νά `γινα ένα απλό πνεύμα· παρατηρώ την αδελφή μου και τον Έντγκαρ, γνωρίζοντας πως δεν αποτελώ μέρος της εικόνας. Το βιβλίο «Η Λύντια Κασσάτ διαβάζει την πρωινή εφημερίδα» μας οδηγεί στον κόσμο των πρώιμων ιμπρεσιονιστικών έργων της αμερικανίδας ζωγράφου Mary Cassatt, μέσω της αδελφής της Λύντια, η οποία υπήρξε το μοντέλο πολλών κορυφαίων έργων της και στάθηκε η μούσα που ενέπνευσε τη ζωγράφο. Στο βιβλίο απεικονίζεται με θαυμαστό τρόπο το Παρίσι του 1880, όπου παρελαύνουν προσωπικότητες όπως ο Έντγκαρ Ντεγκά, ο μεγάλος ιμπρεσιονιστής ζωγράφος. Η λεπτή δύναμη του μυθιστορήματος πηγάζει από την επίμονη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της τέχνης και του εύθραυστου κόσμου της επιθυμίας και του θανάτου. Η Λύντια, η οποία πάσχει από τη νόσο του Μπράιτ και έχει επίγνωση του επικείμενου θανάτου της, παρατηρεί το σύμπαν της να στενεύει. Κι ενώ δυναμώνει η συναισθηματική ένταση ανάμεσα στις δύο αγαπημένες αδελφές, ανάμεσα σ` αυτήν που παρατηρεί και σ` αυτήν που αποτελεί το αντικείμενο της παρατήρησής της, η Λύντια υποβάλλει συγκινητικές ερωτήσεις σχετικά με την αγάπη και την ικανότητα της τέχνης να δημιουργεί μνήμη. Η Μαίρη, μέσα απ` αυτή τη σχέση τέχνης, ζωής και θανάτου, μεταμορφώνεται σε σπουδαία ζωγράφο. Η Τσέσμαν αναδεικνύει τους έξοχους πίνακες της Κασσάτ και δημιουργεί ένα αξιοθαύμαστο πορτρέτο του γενναίου και αλησμόνητου μοντέλου τους, το οποίο αποδίδεται με τόση χάρη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]